- Πεισάνδρου
- Πείσανδροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεογαμία — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογαμία, ἡ (Α) 1. γάμος τών θεών 2. (στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
ονοκίνδιος — ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Πεισάνδρου) ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ* «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
χωρίο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το / χωρίον, ΝΜΑ [χώρα / χῶρος] μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή αρχ. 1. ιδιαίτερος… … Dictionary of Greek
Ισαγόρας — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος άρχοντας (508 507). Γιος του Πεισάνδρου, έγινε αρχηγός των αριστοκρατικών μετά την κατάλυση της τυραννίας του Ιππία. Στην προσπάθειά του να καταλάβει βίαια την εξουσία, απευθύνθηκε στον βασιλιά των Σπαρτιατών Κλεομένη και … Dictionary of Greek
Σκιρωνίδης — Αθηναίος στρατηγός. Διοικούσε μαζί με το Φρύνιχο και τον Ονομακλή την κοινή ναυτική μοίρα των Αθηναίων και των Αργείων, που στάλθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας. Ύστερα από νικηφόρα ναυμαχία με τον ενωμένο στόλο των Μιλήσιων και του Τισαφέρνη, οι… … Dictionary of Greek